31 Οκτωβρίου 2015

Είναι η πειρατεία η εκδίκηση των φτωχών;

Στις 21 Οκτωβρίου, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά η είδηση ότι η Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος πάταξε για άλλη μια φορά τη διαδικτυακή παρανομία, μετά το λουκέτο που έβαλε στο δημοφιλές site προβολής (streaming) ταινιών ‘’gamato.tv’’. Οι υποτακτικοί δημαγωγοί των εγχώριων μέσων, τηλεοπτικών και μη, έβγαλαν φλύκταινες μετά την αποκάλυψη των εξωφρενικών οικονομικών απωλειών που υπέστη το ελληνικό Δημόσιο (230.000.000 ευρώ σύμφωνα με τα δημοσιεύματα) και έσπευσαν να κατακρίνουν και να καταδικάσουν την οποιαδήποτε παράνομη χρήση οπτικοακουστικού υλικού, στα πλαίσια ενός αγώνα δρόμου ηθικής ακεραιότητας. Χαρακτηριστική και αρκετά προβλέψιμη περίπτωση αποτελεί ο Δήμος Βερύκιος, ο οποίος πάνω στον γκροτέτσκο παροξυσμό του περί νομιμότητας σε πρωινή εκπομπή που συμμετέχει, παρέλειψε επιμελώς να αναφερθεί στα οικονομικά τερτίπια του χεριού που τον ταϊζει, που ακούει στο όνομα Δημήτρης Κοντομηνάς. Δεν παρέλειψε ωστόσο, τόσο ο ίδιος όσο και η παρουσιάστρια της εν λόγω εκπομπής να διαφημίσουν αμέσως μετά γνωστή αλυσίδα κινηματογράφων, γνωστοποιώντας γελοιωδώς και επίσημα τα κίνητρα και τις επιδιώξεις τους.

Τα νούμερα πάνω στα οποία βασίστηκαν οι εκάστοτε αποκηρύξεις του gamato.tv, βασίζονται σε μία λανθασμένη επιχειρηματολογία που χρησιμοποιείται χρόνια από τη βιομηχανία του θεάματος. Τα ποσά τα οποία υποτίθεται ότι έχασε το ελληνικό Δημόσιο ανέρχονταν στα 230.000.000 ευρώ και οι απώλειες των δικαιούχων των πνευματικών δικαιωμάτων 465.000.000 ευρώ. Το συγκεκριμένο επιχείρημα, βασίζεται στη λανθασμένη υπόθεση ότι όλοι όσοι παρακολούθησαν παράνομα σειρές και ταινίες από το εν λόγω site ( ‘’περίπου 9.300.000 προβολές ανά ημέρα’’ ), θα πλήρωναν για αυτές, είτε αγοράζοντάς τες σε dvd, είτε πληρώνοντας το αντίτιμο για το εισιτήριο στον κινηματογράφο, αν δεν τις έβλεπαν παράνομα στο διαδίκτυο. Το πόσοι πραγματικά διαθέτουν τους πόρους για να κάνουν κάτι τέτοιο, ας αφεθεί στη ζωηρή φαντασία των νομιμοφρόνων υπερασπιστών της ηθικής.
Με αφορμή τα παραπάνω λοιπόν, το έδαφος καθίσταται γόνιμο για ένα αράδιασμα σκέψεων πάνω στο φαινόμενο της πειρατείας και τις επιπτώσεις που αυτή έχει στην 7η τέχνη.
Το να πάρει κάποιος θέση για ένα ζήτημα όπως η πειρατεία , είναι μια σύνθετη και πολύπλευρη διαδικασία. Ακόμα και στην πολύ συγκεκριμένη περίπτωση, που το εξεταζόμενο θέμα είναι το πώς επιδρά η πειρατεία αποκλειστικά στο πεδίο του κινηματογράφου , πρέπει να εξεταστούν ενδελεχώς οι εκάστοτε υποπεριπτώσεις.

Σε ποιο κινηματογράφο αναφερόμαστε; Στον κινηματογράφο του Χόλυγουντ και των οικονομικά ισχυρών στούντιο ή στον κινηματογράφο του ανεξάρτητου δημιουργού και στις χαμηλότερου προϋπολογισμού παραγωγές ; Πώς ορίζεται η τέχνη και πώς αποφασίζει κάποιος αν αξίζει να πληρώσει γι’ αυτήν ; 

Σύμφωνα με τη λογική που έτρεφε για δεκαετίες τη βιομηχανία του θεάματος , αυτή που αντιλαμβάνεται την τέχνη ως εμπόρευμα, αν κάποιος θέλει να έχει πρόσβαση σ’ αυτή , οφείλει να πληρώσει και το αντίστοιχο αντίτιμο. Και ‘’αντίστοιχο’’ σημαίνει, όχι ανάλογο με την αξία που ορίζει ο ίδιος ο θεατής, αλλά με αυτή που ορίζει ο δημιουργός / διανομέας της εκάστοτε παραγωγής και βάσει των κερδών που ‘’πρέπει’’ να αποκομισθούν. Αν το αποτέλεσμα δεν είναι το προσδοκώμενο και ο θεατής δε μείνει ευχαριστημένος, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται μετά την απομάκρυνση απ’ το ταμείο.

Ωστόσο, η αέναη και ανεξέλεγχτη κερδοφορία των μεγάλων εταιριών παραγωγής, σε συνδυασμό με τη σταδιακή αύξηση της τιμής των εισιτηρίων στον κινηματογράφο, προσέφεραν πρόσφορο έδαφος για την εγκαινίαση της πλέον επικρατέστερης άποψης, αυτής που αντιδρά στις λογικές του κέρδους και που αντιλαμβάνεται κάθε πνευματικό δημιούργημα ως κάτι ελεύθερα ανταλλάξιμο και προσβάσιμο σε όλους. Η εμπορευματική ηθική του καπιταλισμού, που από την απαρχή της ήθελε να είναι σε θέση να αποφασίζει το ποιος θα έχει πρόσβαση στις εκάστοτε μορφές τέχνης ανάλογα με τις οικονομικές του απολαβές , έχει πλέον ηττηθεί. Η λογική του ''δωρεάν'' δεν είναι μόνο μία αντιδραστική συμπεριφορά απέναντι στην καταχραστική δύναμη των μεγαλοεταιρειών, αλλά και ένα πρελούδιο της πρωτοκαθεδρίας της κοινοκτημοσύνης.
Σε αυτή τη λογική ωστόσο, πρόσκεινται δύο βασικές σχολές σκέψης ,που έχουν διαφορετικό ιδεολογικό περίβλημα.

Οι διαδικτυακοί πειρατές που δρουν βάσει της πρώτης σχολής, χρησιμοποιούν την πειρατεία και το διαμοιρασμό των αρχείων, έχοντας την πρόθεση να επενδύσουν οικονομικά στα αντίστοιχα αυθεντικά έργα, ( πχ με την αγορά ενός dvd ) αν ικανοποιηθούν από το αποτέλεσμα. Πρόκειται για την πτέρυγα των πειρατών, που αποτελεί μειονότητα στο διαδικτυακό κόσμο. Δεν έχει να κάνει πάντα με την οικονομική τους κατάσταση, αλλά με την αντίληψή τους περί πνευματικής ιδιοκτησίας και της αποδοχής από πλευράς τους, του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η αγορά. Η οικονομική ενίσχυση , στο υπάρχον σύστημα, είναι ο μόνος τρόπος για να δείξουν έμπρακτα την αγάπη τους προς ένα άτομο που παράγει τέχνη και την επιθυμία τους να συνεχίσει να το κάνει.

Η περίπτωση της δεύτερης σχολής, είναι αρκετά πιο ιδιάζουσα. Εδώ δεν υπάρχει καμία περίπτωση να δαπανηθεί το παραμικρό αντίτιμο για ο, τιδήποτε ‘’κατεβαίνει’’ απ’ το διαδίκτυο, ακόμα κι αν ο χρήστης έχει την οικονομική δυνατότητα να ανταπεξέλθει στην αγορά του αντίστοιχου υλικού. Η άμεση και δωρεάν ψυχαγωγία, σε συνδυασμό με τη γοητεία της παραβατικότητας που διακατέχει το σύγχρονο χρήστη του διαδικτύου, καταλήγει στην εφήμερη απόλαυση της κατοχής ογκώδους υλικού, που είναι αρκετά πιθανό ότι δε θα χρησιμοποιηθεί ποτέ. Αλλά απ’ την άλλη , αυτοί που δεν πληρώνουν γιατί δρουν βάσει της λογικής του ''τσάμπα'' , ίσως δεν πλήρωναν και ποτέ εισιτήριο, ειδικά στους μεγάλους κινηματογράφους που πλέον κατέχουν το ολιγοπώλιο στην κινηματογραφική ψυχαγωγία.

Αρκετοί υποστηρίζουν ότι ενώ υψώνεται επιτέλους το μεσαίο δάχτυλο στις μεγάλες εταιρείες παραγωγής , προβολής και διανομής ταινιών , στερείται ταυτόχρονα και από καλλιτέχνες μικρού βεληνεκούς η δυνατότητα να συνεχίσουν να παράγουν τέχνη. Το ερώτημα που προκύπτει εδώ βέβαια, έγκειται στην κρίση του καθενός, που καλείται να αποφασίσει αν ο καλλιτέχνης πρέπει να ζει από την τέχνη του ή να ζει για την τέχνη του.


( Τις μέρες που γράφεται αυτό το άρθρο, το gamato έχει ξανανεβεί με άλλη διεύθυνση)